-
1 μεταλλάω
A search carefully, inquire diligently, ;οὐκέτι μέμνηται.., οὐδὲ μεταλλᾷ 15.23
.2 c. acc. pers., inquire of, question,σε.. οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ Il.1.553
, cf. Od.3.69, 16.287; but ἀντεφθέγξατο.. μετάλλασέν τέ νιν the voice sought him out, Pi.O.6.62.3 c. acc. objecti, inquire about, ask after,μή τι σὺ ταῦτα διείρεο μηδὲ μετάλλα Il.1.550
, cf. 5.516;ἕταροι δὲ κατέκταθεν, οὓς σὺ μεταλλᾷς 13.780
, cf. 10.125, Od.19.190;ἕκαστα μ. 14.128
, cf. 16.465: also with Preps.,μεταλλῆσαι.. ἀμφὶ πόσει 17.554
;ἀμφ' ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα A.R.4.1471
;θεῶν πέρι τοῖα μ. APl.4.183
.4 c. dupl. acc., ask one about a thing, ask him a question,τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Il.3.177
;ἔπος ἄλλο μ. καὶ ἐρέσθαι Νέστορα Od.3.243
. (Poet. word, also in late Prose, POxy. 237 vii 40 (ii A.D.), Them.Or.22.266c: expld. by Gramm. as search after other things ([etym.] μετὰ ἄλλα), Eust.148.10, etc., but this is very dub.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλάω
См. также в других словарях:
μεταλλώ — μεταλλῶ, άω (Α) 1. ερευνώ επιμελώς, ζητώ λεπτομερείς πληροφορίες, αναζητώ ή εξετάζω με προσοχή («ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) εξετάζω, ρωτώ, ανακρίνω κάποιον 3. προσαγορεύω («ἀντεφθέγξατο δ ἀρτιεπὴς… … Dictionary of Greek